γυιώ — γυιῶ ( όω) (Α) 1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο 2. εξασθενώ, βλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑον ή, κατ άλλους, < (σύνθ.) απογυιώ («εξασθενώ, αδυνατίζω»)] … Dictionary of Greek
γυιῶ — γυίζω take in the hand fut ind act 1st sg (attic epic doric) γυιός lame masc/neut gen sg (doric aeolic) γυιόω lame pres subj act 1st sg γυιόω lame pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίῳ — γυί̱ῳ , γυῖον limb neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογυιώ — ἀπογυιῶ ( όω) (Α) [γυιώ] εξασθενίζω κάποιον, τον καθιστώ παράλυτο … Dictionary of Greek
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek
γυιός — (I) γυιός, ή, όν (Α) [γυιώ] ανάπηρος. (II) ο βλ. γιος … Dictionary of Greek
καταγυιώ — καταγυιῶ, όω (Α) εξασθενίζω, αδυνατίζω («ὡς καταγυιοῑ τοὺς πίνοντας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γυιῶ «εξασθενίζω, βλάπτω»] … Dictionary of Greek